ποσότητα

ποσότητα
η / ποσότης, -ητος, ΝΜΑ [ποσός]
1. οτιδήποτε μπορεί να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται αυξομείωση (α. «ποσότητα χρημάτων» β. «εισαγωγή ειδών διατροφής σε μεγάλες ποσότητες»)
2. ο χρόνος διάρκειας τών φθόγγων, η ιδιότητα των συλλαβών να είναι μακρόχρονες ή βραχύχρονες
νεοελλ.
φρ. α) «ποσότητα ηλεκτρισμού» — παλαιότερη ονομασία τού ηλεκτρικού φορτίου
β) «ποσότητα θερμότητας»
φυσ. η θερμική ενέργεια που περιέχεται σε ένα υλικό σύστημα
γ) «ποσότητα κίνησης σώματος»
(μηχαν.) άλλη ονομασία τής ορμής
δ) «ποσότητα φωτός»
φυσ. το γινόμενο τής φωτεινής έντασης μιας πηγής επί τον χρόνο εκπομπής τής πηγής
αρχ.
αριθμός, πλήθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποσότητα — η 1. καθετί που μπορεί να μετρηθεί ή να αυξομειώνεται, αλλ. ποσό: Υπάρχουν μεγάλες ποσότητες φρούτων για εξαγωγή. 2. (γραμμ.) η ιδιότητα των συλλαβών να είναι μακρές ή βραχείες: Το μέτρο των αρχαίων ποιητικών έργων στηρίζεται στην ποσότητα των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποσότητα — ποσότης quantity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμομόριο — Ποσότητα μορίων ενός στοιχείου ή χημικής ένωσης ίση με εκείνη των ατόμων του ισοτόπου του άνθρακα 12(12C) που περιέχονται σε 0,0120 κιλά του ισοτόπου αυτού. Η ποσότητα αυτή ισούται με 6,023x1023 μόρια (αριθμός Αβογκάντρο) και ονομάζεται πιο σωστά …   Dictionary of Greek

  • γραμμοϊόν — Ποσότητα ιόντων, μονατομικών ή πολυατομικών, ίση με εκείνη των ατόμων του ισοτόπου του άνθρακα 12(12C)που περιέχονται σε 0,0120 kg του ισοτόπου αυτού. Πιο σωστά ονομάζεται mole ιόντων και ισούται με 6,023x1023 ιόντα (αριθμός Αβογκάντρο). Ο… …   Dictionary of Greek

  • εφτακόσιοι, -ιες, -ια — ποσότητα από 700 μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποσότηθ' — ποσότητα , ποσότης quantity fem acc sg ποσότητι , ποσότης quantity fem dat sg ποσότητε , ποσότης quantity fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”